μετενσαρκώνω

μετενσαρκώνω
μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ενσαρκώνω «δίνω σάρκα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετενσάρκωση — η μετεμψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετενσαρκώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μετενσωματώνω — (Α μετενσωματῶ, όω) 1. μετενσαρκώνω, μετεμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐνσωματῶ «δίνω σώμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”